- εὐκράτως
- εὐκρά̱τως , εὔκρατοςwell-temperedadverbialεὐκρά̱τως , εὔκρατοςwell-temperedmasc/fem acc pl (doric)εὐκρατόωtemperimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκρατώς — εὐκρατῶς (Α) επίρρ. στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κράτος «δύναμη» ή < αμάρτυρο *ευκρατής] … Dictionary of Greek
εὐκρατῶς — εὐκρατόω temper pres ind act 2nd sg (doric) εὐκρατῶς firmly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκρατος — η, ο (ΑΜ εὔκρατος, ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, ον) αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό β. «οι εύκρατες ζώνες τής γης» οι ζώνες που περιλαμβάνονται… … Dictionary of Greek